αδερφή

αδερφή
αδερφός κ.λπ.
βλ. αδελφή, αδελφός κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αδελφή — η (Α ἀδελφή) (Ν και αδερφή) θηλ. τού αδελφός* …   Dictionary of Greek

  • κίρκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Στην ελληνική μυθολογία αναφέρεται ως μάγισσα, η οποία κατοικούσε στο νησί Αιαίη. Ήταν κόρη του Ήλιου και της Ωκεανίδας Περσηίδας, αδερφή του Αιήτη και της Πασιφάης. Μεταμόρφωσε σε ζώα (Οδύσσεια, Κ 135 και εξής), όπως το… …   Dictionary of Greek

  • μητροκασιγνήτη — μητροκασιγνήτη, δωρ. τ. ματροκασιγνήτη, ἡ (Α) αδελφή από τη μητέρα («ὦ μοῑραι ματροκασιγνῆται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κασιγνήτη «αδερφή»] …   Dictionary of Greek

  • παραδερφή — η πολύ στενή, αδελφική φιλενάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αδερφή] …   Dictionary of Greek

  • παρακάτι — το τόπος χαμηλός, το παρακάτω μέρος, παρακάτω («άψ , αδερφή μου, τα κεριά κι έβγα στο παρακάτι», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάτω κατά τα ουδ. σε ι] …   Dictionary of Greek

  • πονώ — πονῶ, έω, ΝΜΑ, πονάω Ν [πόνος] 1. αισθάνομαι σωματικό άλγος, έχω πόνους («μού πονάει το στομάχι») 2. θλίβομαι, λυπάμαι, υποφέρω ψυχικά («πόσον δοκεῖς πονοῡσιν, Ἔρως, ὅσους σὺ βάλλεις», Ανακρεόντ.) 3. προξενώ θλίψη, κάνω κάποιον να λυπηθεί («μέ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”